- μακροβιώ
- μακροβιῶ, -όω (AM) [μακρόβιος (I)]ζω πολλά χρόνια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μακροβίῳ — μακρόβιος long lived masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακροβίωσις — μακροβίωσις, ἡ (Α) [μακροβιώ] μακροβιότητα («τοῡ γνῶναι ἅμα ποῡ ἐστι μακροβίωσις καὶ ζωή», ΠΔ) … Dictionary of Greek